ερευθέδανο — το βλ. ερυθρόδανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ερυθρόδανο] … Dictionary of Greek
ερυθρόδανος — (I) η βλ. ερυθρόδανο. (II) ἐρυθρόδανος, ον (Μ) κόκκινος, σαν να ήταν βαμμένος με ερυθρόδανο … Dictionary of Greek
ερυθράδιον — ἐρυθράδιον, τὸ (Α) το ερυθρόδανο … Dictionary of Greek
ερυθρίδη — ἐρυθρίδη, ἡ (Μ) το ερυθρόδανο … Dictionary of Greek
ερυθροδάνωση — η (Α ἐρυθροδάνωσις) [ερυθροδανώ] βαφή με το φυτό ερυθρόδανο … Dictionary of Greek
ερυθροδανωτής — ο [ερυθροδανώ] αυτός που βάφει με το φυτό ερυθρόδανο … Dictionary of Greek
ερυθροδανώ — ἐρυθροδανῶ, όω (Α) [ερυθρόδανον] βάφω με το φυτό ερυθρόδανο, βάφω κάτι κόκκινο … Dictionary of Greek
ερυθρύδανον — ἐρυθρύδανον, τὸ (Μ) το ερυθρόδανο … Dictionary of Greek
κιννάβαρις — κιννάβαρις, έως, ὁ (Α) 1. το κιννάβαρι* 2. το ερυθρόδανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κιννάβαρι*] … Dictionary of Greek
ριζόσημος — ον, Α αυτός που έχει ταινία βαμμένη με ρίζιον*, με ερυθρόδανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζ ιον + σημος (< σῆμα), πρβλ. χρυσό σημος] … Dictionary of Greek